- σποδῷ
- σποδόςwood-ashesfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σποδώ — έω, Α 1. κοπανίζω, συντρίβω (α. «τί δ , ἢν σποδῶ τοῑς κονδύλοις, τί μ ἐργάσει τὸ δεινόν;» Αριστοφ. β. «συντρίψω γὰρ αὐτοῡ τὰς χόας, καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν», Κρατίν.) 2. μτφ. (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι παράνομα… … Dictionary of Greek
σποδῶ — σποδέω pound pres subj act 1st sg (attic epic doric) σποδέω pound pres ind act 1st sg (attic epic doric) σποδός wood ashes fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδῶι — σποδῷ , σποδός wood ashes fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασποδώ — (I) κατασποδῶ, έω (Α) σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σποδῶ / έω (< σποδῶ «κάνω σκόνη, συντρίβω» < σποδός «στάχτη, σκόνη»), πρβλ. απο σποδώ, δια σποδώ]. (II) κατασποδῶ, όω (Α) δαπανώ, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σποδῶ / όω (<… … Dictionary of Greek
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
Codex Boreelianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 09 Beginning o … Wikipedia
αιματοσπόδητος — αἱματοσπόδητος, ον (Α) κηλιδωμένος με σποδό αίματος, πιτσιλισμένος με αίματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + σποδῶ*] … Dictionary of Greek
κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών … Dictionary of Greek
λαισποδίας — λαισποδίας, ὁ (Α) πολύ φιλήδονος, ακόλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λαισ (βλ. λα ) + σποδώ «βινώ, βατεύω»] … Dictionary of Greek
σποδεύνης — και δωρ. τ. σποδεύνας, ὁ, Α αυτός που κοιμάται δίπλα στο τζάκι («ὁ ἐν σποδῷ καὶ πυρᾷ εὐναζόμενος παρὰ τῆς μητρός», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + εύνης (< εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. χλο εύνης] … Dictionary of Greek